στραγγάλῃ — στραγγάλη halter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγάλη — η, ΝΜΑ, και στραγούλα και στραγγούλα Ν το σχοινί τής αγχόνης, ο βρόχος νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός με την περιστροφή τού οποίου σφίγγεται κάτι 2. όργανο θανάτωσης, πάσσαλος με σιδερένιο κλοιό ή βρόχο από σχοινί που σφίγγεται με συστροφή στον λαιμό… … Dictionary of Greek
στραγγαλᾶν — στραγγάλη halter fem gen pl (doric aeolic) στραγγαλάω halter pres part act masc voc sg (doric aeolic) στραγγαλάω halter pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στραγγαλάω halter pres part act masc nom sg (doric aeolic) στραγγαλᾶ̱ν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγάλην — στραγγάλη halter fem acc sg (attic epic ionic) στραγγαλάω halter imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) στραγγαλάω halter imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγάλης — στραγγάλη halter fem gen sg (attic epic ionic) στραγγαλάω halter pres ind act 2nd sg στραγγαλάω halter imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… … Dictionary of Greek
στραγγάλας — στραγγάλᾱς , στραγγάλη halter fem acc pl στραγγάλᾱς , στραγγάλη halter fem gen sg (doric aeolic) στραγγάλᾱς , στραγγαλάω halter imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Странгуляция — (лат. strangulatio удушение от греч. στραγγάλη петля, виселица) ущемление, перекрытие путём сдавления какого либо отверстия, например, дыхательных путей, кровеносного сосуда или отдела желудочно кишечного тракта. Странгуляционная… … Википедия
στραγγαλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ πολύπλοκος κόμπος αρχ. 1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση 2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο τού σώματος 3. είδος κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη* + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… … Dictionary of Greek